- ἑταρίσσαιτο
- ἑταιρίζωto beaor opt mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρίζω — ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) [εταίρος] 1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἑταιρίζομαι εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ.… … Dictionary of Greek